- τετάνῳ
- τέτανοςconvulsive tensionmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετανώ — όω, Α [τέτανος (Ι)] (ιδίως για το δέρμα) καθιστώ κάτι λείο και, κυρίως, τό απαλλάσσω από ρυτίδες με τέντωμα («χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῑ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… … Dictionary of Greek
τετάνωθρον — τὸ, Α καλλυντική αλοιφή ή υγρό για την εξάλειψη τών ρυτίδων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετανῶ, όω + επίθημα θρον (πρβλ. σάρω θρον)] … Dictionary of Greek
τετάνωμα — ώματος, τὸ, Α [τετανῶ] το τετάνωθρον* … Dictionary of Greek